συνταγματικός

συνταγματικός
-ή, -ό / συνταγματικός, -ή, -όν, ΝΑ [σύνταγμα, -ατος]
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνταγμα μιας χώρας
2. ο σύμφωνος ή ο συμμορφούμενος με το σύνταγμα («ο νόμος δεν είναι συνταγματικός»)
3. αυτός που απορρέει από το σύνταγμα («συνταγματικές ελευθερίες»)
4. αυτός που διοικεί ή διοικείται με βάση το σύνταγμα («συνταγματικό πολίτευμα»)
5. φρ. α) «συνταγματικά δικαιώματα»
(νομ.) σύνολο δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από το σύνταγμα και τα οποία διασφαλίζουν την απαρακώλυτη έκφραση τού προσώπου ως ατόμου, ως κοινωνού και ως πολίτη τού κράτους δικαίου
β) «συνταγματικό δίκαιο»
(νομ.) κλάδος τής νομικής επιστήμης που ασχολείται με τη συστηματική παρουσίαση, τη μελέτη και την έρευνα τών συνταγματικών κειμένων είτε αυτά ανήκουν είτε δεν ανήκουν στο υπό τυπική έννοια σύνταγμα
γ) «συνταγματικός [ή καταστατικός] χάρτης» — το σύνταγμα μιας χώρας
δ) «συνταγματικό δικαστήριο»
(νομ.) δικαστήριο το οποίο ελέγχει την τήρηση τού συντάγματος είτε σε σχέση με ένα συγκεκριμένο νομοθέτημα τής εκτελεστικής εξουσίας είτε με πράξεις της και κρίνει κατά πόσο τα όργανα τής πολιτείας ενεργούν στα πλαίσια τής αρμοδιότητας τους
ε) «συνταγματικές σχέσεις»
γλωσσ. οι συστηματικές σχέσεις που χαρακτηρίζουν τα γλωσσικά στοιχεία κατά τη συνεμφάνισή τους με άλλα στοιχεία στον λόγο σε αναφορά με ό,τι προηγείται ή έπεται κάθε στοιχείου, λ.χ. στη φρ. ο Γιώργος διάβασε το βιβλίο, συνταγματικές είναι οι σχέσεις μεταξύ τών στοιχείων ο και Γιώργος, δηλαδή σχέση προσδιορίζοντος και προσδιοριζόμενου με απαρτισμο ονοματικής φρ., μεταξύ τών στοιχείων ο Γιώργος και διάβασε, δηλαδή σχέση υποκειμένου τού ρήματος, δράστη και δράσης και μεταξύ τού διάβασε και το βιβλίο, δηλαδή σχέση ρήματος, αντικειμένου τού ρήματος, δράσης και αποτελέσματος τής δράσης
στ) «συνταγματικός άξονας»
γλωσσ. ο οριζόντιος άξονας πάνω στον οποίο μπορούν να παρασταθούν σχηματικά οι συνταγματικές σχέσεις, δηλαδή μία από τις δύο διαστάσεις τής γλώσσας νοούμενης ως σύστημα — η δεύτερη είναι ο παραδειγματικός άξονας — στην οποία τα γλωσσικά στοιχεία συνδυάζονται, συσχετίζονται και λειτουργούν για την επίτευξη τής επικοινωνίας
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σύγγραμμα
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) συνταγματικά
διεξοδική και προσεκτικά συντεταγμένη πραγματεία.
επίρρ...
συνταγματικώς και συνταγματικά Ν
σύμφωνα με το σύνταγμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συνταγματικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στο σύνταγμα: Δημοσιεύτηκε ο νέος συνταγματικός χάρτης της πολιτείας. 2. «συνταγματικός βασιλιάς», αυτός που κυβερνά με βάση το σύνταγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνταγματικά — συνταγματικός of neut nom/voc/acc pl συνταγματικά̱ , συνταγματικός of fem nom/voc/acc dual συνταγματικά̱ , συνταγματικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνταγματικῶν — συνταγματικός of fem gen pl συνταγματικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνταγματικῆς — συνταγματικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντισυνταγματικός — ή, ό αυτός που αντιβαίνει προς τις διατάξεις του συντάγματος («αντισυνταγματικός νόμος», «αντισυνταγματική διάταξη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + συνταγματικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στον λόγιο Φραγκιά Φουρναράκη] …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • συνταγματικότητα — η, Ν η ιδιότητα τού συνταγματικού, το να είναι κάτι σύμφωνο με τις διατάξεις τού συντάγματος («αμφισβητείται η συνταγματικότητα τού νέου νόμου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < συνταγματικός. Η λ., στον λόγιο τ. συνταγματικότης, μαρτυρείται από το 1831 στην… …   Dictionary of Greek

  • χάρτης — Φύλλο χαρτιού επάνω στο οποίο αποτυπώνεται συνήθως σε σμίκρυνση η επιφάνεια της Γης ή ένα τμήμα της, η διαμόρφωση του εδάφους με λεπτομέρειες, οι θάλασσες και οι ωκεανοί, η ουράνια σφαίρα ή μια περιοχή αυτής. X. είναι επίσης το έγγραφο που… …   Dictionary of Greek

  • αναθεώρηση συντάγματος — Είναι η διαδικασία τροποποίησης του συντάγματος. Τα διάφορα συντάγματα συχνά προβλέπουν σχετικά με τη δυνατότητα αναθεώρησής τους και καθορίζουν τα αρμόδια για τον σκοπό αυτό όργανα, τη διαδικασία της αναθεώρησης και τις διατάξεις οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”